μιλτοπάρηος

μιλτοπάρηος
μιλτοπάρηος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα
2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές τής πρύμνης και τής πρώρας με μίλτο («τῷ δ' ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα τής μίλτου («ξανθοί δ' αὖθ' ἕτεροι ἐπὶ πεδίων μιλτοπαρῄων», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -πάρῃος(< παρειαί «μάγουλα»), πρβλ. καλλο-πάρηος, χαλκο-πάρῃος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μιλτοπάρηος — red cheeked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπάρῃος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπάρῃον — μιλτοπάρῃος masc/fem acc sg μιλτοπάρῃος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπαρῄους — μιλτοπάρῃος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπαρῄων — μιλτοπάρῃος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπαρῄῳ — μιλτοπάρῃος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπαρήιος — μιλτοπάρῃος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπαρήῳ — μιλτοπάρηος red cheeked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπάρῃε — μιλτοπάρῃος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτοπάρῃοι — μιλτοπάρῃος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”